-Ο Όσιος Δαβίδ ο εν Θεσσαλονίκη (26 Ιουνίου)-
Ο Οσιος Δαβίδ γεννήθηκε και έζησε στην Θεσσαλονίκη. Από μικρός εγκατέλειψε τον κόσμο και εκάρη Μοναχός στο Μοναστήρι των Αγίων Μαρτύρων Θεοδώρου και Μερκουρίου. Μιμούμενος τις αρετές των Άγιων της Εκκλησίας μας, αγωνιζόταν υπεράνθρωπα να τις απόκτηση. Επάνω στην αμυγδαλιά έδωσε τους μεγάλους αγώνες του, εναντίον των πονηρών πνευμάτων, εναντίον της φύσεως και εναντίον των αδυναμιών της σάρκας. Και ο Πολυεύσπλαχνος Κύριος ειδε τους αγώνες και βράβευσε τον αγωνιστή.
Και δεν του δώρησε μόνο πλούσια τα χαρίσματα επί της γης, άλλα και την αιώνια Βασιλεία για ανάπαυση από τους πολυμόχθους κόπους του και απόλαυση των αιωνίων αγαθών.
Άσκητεύει πάνω στην αμυγδαλιά
Μια μέρα λοιπόν κατανύχτηκε πολύ η καρδιά του. Έτσι αφου ανέβηκε σε μια αμυγδαλιά, που βρισκόταν στο δεξιό μέρος της Εκκλησίας, έμεινε πάνω σε ένα κλαδί του δένδρου, στο όποιο εκανε όπως μπόρεσε ενα μικρό κρεβάτι. Εκεί ασκήτευε καρτερικό με θαυμάσια υπομονή, βασανιζόμενος άπό τους ανέμους, τις βροχές και τα χιόνια, καταφλεγόμένος από το κάψιμο του ήλιου το καλόκαίρι, θλιβόμένος φοβερά και άπό άλλες στενοχώρίες. Ω της καρτερίας και της θαυμασίας πολυάθλσυ και καθημερινης ύπομονης του Μάρτυρος. Και πως υπέφερε ο αείμνηστος τόση κακοπάθεια.
Οι άλλοι στυλίτες είχαν και λίγη σταθερότητα, διότι οι στύλοι ήσαν κτιστοί, και έμεναν ακίνητοι. Και πάλι, οτάν κοίμώντουσαν η εκαναν κάποια άλλη αναγκαία εργασία, ήσαν ακίνητοι. Αλλα αυτός ο αδαμάντινος κινούνταν πάντοτε πάνω στο κλαδί του δένδρου, χωρίς να έχει ποτέ άνεση, βασανιζόμενος άπό τις βροχές και τους άνεμους και θλιβόμένος φοβερά άπό το χιόνι.
«Δίκαιος ωσι φοίνιξ ανθήσει»
Αν και τόσα πολλά υπέφερε ο καρτερόψυχος, δεν τεμπέλιασε ούτε στο παραμικρό ολιγοψύχησε ούτε αδιαφόρησε, ουτε αλλοιώθηκέ το αγγελικό πρόσωπο του, άλλά ηταν το πρόσωπο του ωραίο σαν τριαντάφυλλο. Πράγματι σε αυτόν τον μακάριο έκπληρώθηκε ο λόγος του προφήτου, «Δίκαιος ως φοίνιξ ανθήσει, και ώσεί κέδρος η εν τω Λιβάνω πληθυνθήσεται». Διότι με τις πράξεις του άνθησε και αυτός οπως ο φοίνικας και απέδιδε καρπό στον Θεό οπως αρμόζει, γλυκύτερο και ωφελιμότερο άπό την αμυγδαλιά και τον φοίνικα. Επειδή το μεν δένδρο κάνει άνθη και καρπό που φθείρονται σε ανθρώπινη τέρψη και απόλαυσι, ο δε Όσιος ευχαριστούσε κάθε στιγμή τον Αγαθό Θεό με καρπούς θεωρίας και πράξεως, υμνολογώντας και δοξάζοντας ασταμάτητα Αυτόν.
Οι μαθητές του τον παρακαλούν να κατέβει από την αμυγδαλιά
Είχε ο Οσιος και μερικους μαθητές, οι όποιοι, ήσαν εξαιρετικά ευλαβείς και φιλόχριστοι, και οι όποιοι κοπίαζαν αγωνιζόμενοι μαζί του. Πολλές φορές τον παρακαλούσαν, να κατεβει άπό το δένδρο, να του κτίσουν κελλί, οπως του άρεσε, ήσυχο, για να τους ποιμαίνη για την σωτηρία τους. Άλλα αυτός τους έλεγε. «Αδελφοί και τέκνα μου, εγώ είμαι αμαρτωλός και ανάξιος άνθρωπος. Άλλα ο Δεσπότης Χριστός, ο κάλος βοσκός που προσφέρει την ψυχή Του υπέρ των προβάτων (Ίωάν. 1, 11), Αυτός να σας φυλάη από τις επιθέσεις του δαίμονα, και να σας αξίωση ως Ύπεράγαθός, της αιωνίου Βασιλείας Του. Διότί εγώ, ζει Κύριος ο Θεός μου Ιησους Χριστός, ο Υιός του Θεού, δεν κατεβαίνω άπο αυτό το δένδρο, μέχρι να περάσουν τρία χρόνια και πάλι: με την δική Του εντολή. Διότι χωρίς να είναι θέλημα Του, δεν κατεβαίνω καθόλου από εδώ».
Οι μαθητές του οταν είδαν οτι δεν άλλαζε γνώμη, δεν τον ενόχλησαν πάλι.
Αγγελος Κυρίου τον επισκέπτεται
Οταν λοιπόν τελείωσαν τα τρία χρόνια, φάνηκε σε αύτόν Αγιος Άγγελος και του είπε: «Δαβίδ, άκουσε ο Κύριος την προσέυχή σου, και σου δίνει την χάρη που πολλές φορές ζήτησες, να είσαι ταπεινός και μετριόφρων, να τον φοβάσαι και να τον λατρευης με την ευλάβεια που αρμοζει. Κατέβα λοιπόν από το δένδρο και ησύχασέ στο κελλί, ευλογώντας τον Θεό, μέχρι να τελείωσης και άλλη οικονομία και τότε θα βρης ανάπαυση άπα τους σωματικούς κόπους και ψυχική παρηγοριά».
Οση ώρα του μιλούσε ο Αγγελος, άκουγε με φόβο και τρόμο. Επειτα, όταν χάθηκε ο Αγγελος, ο Όσιος, ευχαρίστησε τον Κύριο, και είπε: «Εύλογητός ο Θεός, ο όποιος δεχθηκε την προσευχή μου και με ελέησε»
Κατεβαίνει από την αμυγδαλιά
Τότε κάλεσε τους μαθητές του και τους φανέρωσε την οπτασία. Τους είπε μάλιστα να ετοιμάσουν και το κελλί σύμφωνα με την δεσποτική εντολή. Εκείνοι, με μεγάλη φροντίδα έκαναν όπως τους είπε, ειδοποίησαν και τον άγιώτατο Αρχιεπίσκοπο Δωρόθεο, ο όποιος πήρε χαρούμενος τους εύλαβεστατους κληρικούς και άφου ανέβηκε στον Οσιο τον ασπάσθηκε και τον κατέβασαν από το δένδρο με πολλή ευλάβεια. Αφου λειτούργησαν τον έβαλαν στο κελλί του, και έκαναν μεγάλο πανηγύρι.
Ετσι αυτοί ενώ επέστρεψαν χαρούμενοι, ο Οσιος έμεινε ησυχάζοντας στο κελλί, δοξάζοντας όπως και πριν ασταμάτητα τον Κύριο, ο όποιος τόση Χάρη του χάρισε, ώστε δαιμόνια έδιωχνε, τύφλούς φώτιζε και κάθε άλλη άγιάτρευτη αρρώστια γιάτρευε, επικαλούμενος τον Χρίστο: Άπό τα πολλά σημεία που έκανε να άναφέρουμε δύο.
Γιατρεύει τον νέο
Κάποιος νέος που είχε δαιμόνιο πήγε μια μέρα στο κελλί του Οσίου. Οταν εφθάσε έξω άπό την πόρτα φώναζε και έλεγε: «Απόλυσε με Δαβίδ, δούλε του αιωνίου Θεου, διότι φωτιά βγαίνει άπό το κελλί σου και με καίει».
Τότε ο Οσιος άπλωσε άπό το παράθυρο το χέρι του και κράτησε τον νέο, λέγοντας: «Ο Κύριος ήμων Ίηαους Χριστός, ο Υιός του Θεού του ζώντος, σε διατάζει να έξέλθης άπό το πλάσμα του, πνευμα ακάθαρτο».
Αυτά άφού είπε, σφράγισε τον νέο με το σημείο του Τιμίου Σταύρου, και αμέσως βγήκε ο δαίμονας και γιατρεύτηκε ο άνθρωπος. Ολοι όσοι ήσαν εκεί, οταν είδαν τέτοιο θαύμα δόξασαν τον Θεό, ο όποιος δοξάζει όσους τον δοξάζουν με θεάρεστα έργα.
Γιατρεύει την τυφλή γυναίκα
Κάποια γυναίκα ήταν τυφλή και δεν έβλεπε καθόλου. Οταν άκουσε για τις αρετές του Όσιου και θαυμάσιου Δαβίδ πήρε κάποιον οδηγό και πήγε στο κελλί του. Έκει έπεσε έξω άπό την πόρτα, έκλαιγε, και έλεγε με ταπείνωση πολλή: «Δούλε του ευλογημένου Χριστου βοήθησε με, μιμούμενος του Δεσπότου Χριστού την χρηστότητα, γλύτωσε με άπό αυτό το μεγάλο βάσανο, και χάρισε μου το φως των οφθαλμών μου, το χαρμόσυνο σε ολους και πανευφρόσυνο».
Και ένω έλεγε αυτά και άλλα πολλά με στεναγμούς και θερμότατα δάκρυα, δάκρυσε και ο Οσιος συμμετέχοντας στον πόνο και την θλίψη της, σαν συμπαθής, που ήταν και εύσλαγχνος. Επειτα αφού προσευχήθηκε πολύ ώρα στον Κύριο της είπε να σηκωθή άπό την γη, όπου είχε πέσει και έκλαιγε, και να πλησίαση στο παράθυρο του κελλιου του.
Τότε άπλωσε το δεξί του χέρι έξω άπό το παράθυρο και αφού σφράγισε τα μάτια της ασθενούς με το σημείο του Τιμίου Σταυροί, προσευχόμενος προς τον Κύριο πάλι έλεγε: «Κύριε Ίησου Χριστέ, Υιέ τσυ Θεου του ζώντος, ο οποίος σαρκώθηκες εκ της άειπαρθένου Μαρίας και εκ Πνεύματος Αγιου, για να βγάλεις από το σκοτάδι τον άνθρωπο, φιλάνθρωπε, και για τον φερης στο φως το αιώνιο, ο οποίος και τον εκ γενετής τυφλό φώτισες, Αύτος και τώρα Δέσποτα, φώτισε και την δούλη σου αυτή επειδή είσαι παντοδύναμος. Διότι συ είσαι ο φωτισμός των ψυχών μας, και Σε δοξάζουμε πάντοτε μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα».
Μετά την προσευχή του Όσιου, φωτίσθηκε αμεσώς η πρώην τυφλή και έβλεπε λαμπρά και καθαρά, ευχαριστουσα τον Οσιο και δοξάζουσα τον Κύριο.
*(απόσπασμα από άρθρο)