Κάποτε είχανε φέρει στον όσιο Αρσένιο τον Καππαδόκη μια τυφλή μουσουλμάνα την Φάτμα. Την έφεραν όμως ημέρα Τετάρτη, που ήταν έγκλειστος. Αφού χτύπησαν πολύ την πόρτα του κελλιού του, την άφησαν κοντά στο κατώφλι και απομακρύνθηκαν.
Σε λίγη ώρα ήρθε μια φαρασιώτισα με αγκύλωση στο χέρι της και, γνωρίζοντας ότι την Τετάρτη και την Παρασκευή ο όσιος δεν δέχεται, πήρε χώμα από το κατώφλι της πόρτας του. Το έβαλε στο αρρωστημένο χέρι της και έγινε καλά!
Όταν είδε την τυφλή μουσουλμάνα, την ρώτησε τι περίμενε. Η Φάτμα της φανέρωσε την αιτία της αναμονής.
-Τι κάθεσαι και χασομεράς; της είπε τότε η χριστιανή. Δεν ξέρεις ότι ο Χατζεφεντής Τετάρτη και Παρασκευή δεν ανοίγει; Πάρε χώμα από το κατώφλι της πόρτας του και τρίψε το στα μάτια σου. Έτσι κάνουμε εμείς αυτές τις δύο μέρες.
Η Φάτμα παραξενεύθηκε μ’ αυτό που άκουσε, αλλά έψαξε, βρήκε το κατώφλι, πήρε χώμα και το έτριψε στα μάτια της. Αμέσως άρχισε να βλέπει θαμπά. Από την χαρά της τότε πήρε μια πέτρα και χτυπούσε σαν τρελή την πόρτα του οσίου Αρσενίου.
Εκείνος άνοιξε και επειδή είδε πως ήταν μουσουλμάνα, ενώ δεν μιλούσε αυτή την ημέρα, έκανε διάκριση και την ρώτησε τι ήθελε. Του είπε τον λόγο και ο όσιος πήρε το Ευαγγέλιο και την διάβασε. Αμέσως ήρθε όλο της το φως. Εκείνη τότε από την χαρά της έπεσε στα πόδια του και τον προσκυνούσε με ευλάβεια, αλλ’ ο όσιος την μάλωσε και της είπε:
-Εάν θέλεις να προσκυνήσεις, να προσκυνήσεις τον Χριστό, που σου έδωσε το φως και όχι εμένα.
(Αρσένιος ο Καππαδόκης)
*από το βιβλίο: «Χαρίσματα και Χαρισματούχοι» – Τόμος πρώτος (Εκδόσεις Ιεράς Μονής Παρακλήτου)