Ο άγιος Ζακχαίος, όπως είναι γνωστόν από την Ευαγγελική περικοπή που διαβάζεται κάθε χρόνο στους Ιερούς Ναούς και είναι ειλημμένη από το κατά Λουκάν Ευαγγέλιον (ιθ 1-10), ήταν αρχιτελώνης και πλούσιος και ζητούσε να δη τον Χριστό.
Όταν, λοιπόν, άκουσε ότι θα περάση από την Ιεριχώ ανέβηκε σε μια μουριά, επειδή ήταν μικρού σωματικού αναστήματος, για να τον δη. Ο Χριστός τον είδε και του είπε: «κατέβα γρήγορα, διότι πρέπει να μείνω στο σπίτι σου σήμερα». Μάλιστα, τον προσφώνησε με το όνομά του παρ’ όλο που ως άνθρωπος δεν τον γνώριζε και δεν τον είχε δει ποτέ. Ο Ζακχαίος κατέβηκε αμέσως και τον υποδέχθηκε με χαρά, ενώ οι παρόντες άρχισαν να γκρινιάζουν και να παραπονούνται επειδή πήγε να μείνη στο σπίτι ενός αμαρτωλού, ωσάν αυτοί να ήσαν αναμάρτητοι. Αλλά ο Χριστός πήγε στο σπίτι του Ζακχαίου αφ’ ενός μεν γιατί επισκέπτεται, χωρίς διακρίσεις, όλους εκείνους οι οποίοι Τον θέλουν και Τον αναζητούν με πόθο, αφ’ ετέρου δε γιατί είδε την καρδιά του αρχιτελώνη να φλέγεται από την αληθινή μετάνοια και την επιθυμία για διόρθωση. Πράγματι ο Ζακχαίος έδειξε έμπρακτα την μετάνοιά του, αφού διεκήρυξε δημοσίως ότι την μισή περιουσία του την δίνει στους φτωχούς και σε εκείνον που τυχόν αδίκησε θα του το αποδώση στο τετραπλάσιο. Γι’ αυτό και αξιώθηκε να ακούση από το στόμα του Χριστού τον γλυκύτατον εκείνο λόγο, «ότι σήμερον σωτηρία τω οίκω τούτω εγένετο».