Μπορεί η ώρα του κυριακάτικου γεύματος να ήταν στις μιάμιση, όλοι όμως, παππούδες γαμπροί, νύφες κι εγγόνια, ήταν καθισμένοι στο τραπέζι από τις δέκα.

Πάνω στο τραπέζι, το καραφάκι με το ούζο, σωληνωτά ποτήρια, ένα μπολάκι με παγάκια, τσίρος, πιπερίτσα τουρσί, παστουρμάς, ψωμάκι και συζητήσεις. Ατελείωτες συζητήσεις. Μνήμες από τις αυλές της Σμύρνης τις Κυριακές, από το γιασεμί που σε μέθαγε, από παθήματα φίλων και συγγενών που μας έκαναν να γελάμε μέχρι που κοβόταν η ανάσα μας.

Που και που λίγος μεζές και μία γουλιά ουζάκι. Οι γιαγιάδες να φέρνουν ασταμάτητα μικρά οβάλ πιατάκια κι εμείς να μην καταλαβαίνουμε πού βρισκόντουσαν όλ΄  αυτά στα δυο τρία ντουλάπια της κουζίνας. Τα ποτήρια να χτυπάνε κι όλο ευχές πριν από κάθε γουλιά. Κι όταν μια μελωδία από κει ανέβαινε απ΄ την καρδιά και γέμιζε το σαλόνι, δυο, τρεις τέσσερεις φωνές αμέσως ακολουθούσαν και ο αέρας γέμιζε έρωτα, όχι για μια γυνάικα μα για μια γη.

Μα Έφτανε η ώρα, πάντα έφτανε η ώρα, που άρχιζαν οι ιστορίες το ξεριζωμού, κι άρχιζαν οι χαμένοι συγγενείς, οι χαμένοι φίλοι, κρατώντας στα χέρια αυτά που μείναν πίσω κι αυτά που χάθηκαν στο δρόμο, να μπαίνουν απ΄ τη συρόμενη πόρτα και να παίρνουν θέση στο τραπέζι. Τότε τα γέλια σταματούσαν και εμείς αμήχανα κοιτάζαμε τα μάτια το μεγάλων που πλημμύριζαν δάκρυα. Και μάθαμε κι εμείς να κλαίμε εκείνες τις ώρες. Από όσα μας άφησαν οι παππούδες μου οι πρόσφυγες, τα δάκρυα αυτά ήταν τα πιο πολύτιμα. Ήταν η ταυτότητα, το διαβατήριό μου στον μεγάλο, σκληρό κόσμο, που μέσα είχε το όνομά μου και μόνο μία λέξη ακόμα: «Μικρασιάτης».