Χωρίς αμφιβολία ορισμένα αισθήματα στις μέρες μας βαίνουν προς εξαφάνιση. Όπως μερικά είδη πεταλούδων ή πτηνών που, άλλοτε, πετούσαν ή χόρευαν στους αιθέρες. Πάρτε τον ενθουσιασμό.

Υπάρχει άραγε κάτι περισσότερο σπάνιο από το να συνεπάρει την ψυχή του σύγχρονου ανθρώπου μια ιδέα, ένα πρόσωπο ή μια προοπτική; Οπωσδήποτε δεν λείπουν μερικά κεντρίσματα. Αλλά, μόλις δυναμώσουν, ο άνθρωπος του καιρού μας σαν να διστάζει, και προτιμά να προφυλαχθεί απέναντι σε ό,τι αρχικά τον ελκύει. Φοβόμαστε μήπως «χαθούμε» μέσα στο ίδιο μας το αίσθημα. Γιατί αυτό; Γιατί τα πάντα γύρω μας επιτάσσουν μια στάση αμυντική. Κάθε μέρα μάς εκπαιδεύει να αποτρέπουμε δεινά, κακουχίες, καταστροφές. Οφείλουμε να περιορίσουμε τη μόλυνση της ατμόσφαιρας και των υδάτων, να ελέγξουμε τις χρήσεις της πυρηνικής ενέργειας, να προλάβουμε τις μεταλλαγές ιών, να συγκρατήσουμε την ξενοφοβία, να χαλιναγωγήσουμε τη βία των ανηλίκων – μια ατελείωτη σειρά από ενέργειες που έχουν μπροστά τους πολύ καθαρότερα την εικόνα ενός «κακού» που δεν ξεριζώνεται, παρά ενός «καλού» που μπορεί κάπου να φυτευτεί.

Άλλοτε, εκτός από το να εργάζονται για να προλαβαίνουν τις συμφορές οι άνθρωποι τις ξόρκιζαν, έκαναν λιτανείες, προσεύχονταν. Σήμερα, βασίζονται αποκλειστικά στα τεχνικά τους μέσα. Στο μεταξύ όμως διαβρώνονται εσωτερικά. Όταν κάποιος συνεχώς οχυρώνεται, στο τέλος ούτε ξέρει πώς να επιχειρήσει κάποια στιγμή την έξοδο από το οχυρό, ούτε και το θέλει, άλλωστε. Έχοντας μάθει να λογαριάζει τις πιθανότητες να αποφεύγει τα χειρότερα, ξέμαθε και να προσδοκά τα καλύτερα. Το αποτέλεσμα είναι ορατό: ελάχιστα πλέον περιθώρια υπάρχουν για να δοθεί πραγματικά το άτομο σε κάτι που η λογική του το κρίνει σημαντικό και ωφέλιμο. Η λογική λέει «ναι», αλλά η καρδιά μένει στο «ίσως». Εξαιτίας της έλλειψης καυσίμων για να ανάψει η φλόγα, επιλέγεται μια πορεία στη ζωή που δεν τη φωτίζει κανένας πυρσός.

Και τι με αυτό; Θα αντιτείνουν μερικοί. Το να ενθουσιάζεται κάποιος μπορεί να εγκυμονεί κινδύνους: της αδιαλλαξίας, της παραζάλης, του φανατισμού. Καλύτερα, λένε, να κυλάνε οι μέρες μας δίχως εξάρσεις, με μικρές διορθώσεις, με μικρούς ισολογισμούς, με μικρά καλάθια στο χέρι. Εδώ όμως πρέπει να αρχίσουμε να υποψιαζόμαστε. Μήπως πίσω απ’ αυτή τη συνταγή της μετριοπάθειας και της επιφύλαξης κρύβεται μια ανικανότητα; Μήπως ένα είδος δειλίας μεταμφιέζεται σε «ρεαλισμό» και δήθεν σύνεση; Η απάντηση είναι πως, ναι, πίσω απ’ όλα αυτά λανθάνει μια καχεξία της θέλησης και της καρδιάς που δύσκολα ομολογείται.

Είναι πολλοί αυτοί που μολονότι θα ήθελαν να διεγερθούν από κάτι δυνατό, υπαναχωρούν άπαξ και εμφανιστεί στον ορίζοντα. Αναδιπλώνονται και κατά βάθος λυπούνται που μένουν, έτσι, μόνοι με τον εαυτό τους, μόνοι με τις σκέψεις τους και τα υποτονικά τους αισθήματα. Είναι η μεγάλη πλειονότητα, οι άνθρωποι με μισή καρδιά. Ωστόσο, αυτοί δίνουν τον τόνο. Με τα δικά τους λόγια και έργα παγιώνονται συνήθειες, συμβάσεις, κώδικες συμπεριφοράς. Αυτοί που δεν μπορούν να ενθουσιαστούν φυσικό είναι να μην μπορούν να μιλήσουν, να γράψουν ή να πράξουν με ύφος που θα ταίριαζε σε αισθήματα με τα οποία οι ψυχές κάνουν πανιά ή φτεροκοπούν. Η ανάταση είναι για αυτούς συνώνυμη με το όνειρο. Νομίζουν ότι μόνο στα όνειρα είναι δυνατόν ένας άνθρωπος να θέλει να υψωθεί πάνω από τη γη, και να κάνει βόλτες κοιτάζοντας από ψηλά όλες τις κακομοιριές και τις αθλιότητες εκεί κάτω. Επόμενο είναι και σε κάθε άλλο τομέα της ζωής την ίδια πρακτική να ακολουθούν. Σφιχτά λόγια, μασημένες κουβέντες, κουμπωμένες κρίσεις: ο σύγχρονος σκεπτικισμός σε εφαρμογή. Στην πραγματικότητα, δεν πρόκειται για σκεπτικισμό. Πρόκειται για αναπηρία. Είναι αδύνατο να βγει από το στόμα τους και την ψυχή τους οτιδήποτε που να δείχνει πως τους μαγνήτισε μια αξία, πως τους έγνεψε από κάπου μια αλήθεια που δεν φθείρεται εύκολα.

Αν όλοι οι νόμοι παραβιάζονται σήμερα λίγο ως πολύ, ένας μόνο μένει άθικτος: ο νόμος της χθαμαλότητας. Ορίζεται να είναι ο καθένας προσγειωμένος, να είναι ο καθένας όπως ο καθένας, να μένει ισοβίως κολλημένος στο έδαφος, με κλειστά τα αυτιά, όμως, για να μην ακούει από κάτω, βαθιά, τη βραχνή και ανήσυχη φωνή της Γαίας.

Τι ποθούσε η Γαία σύμφωνα με τον μύθο; Να βγει από τα σπλάχνα της μια κόρη που στη συνέχεια θα γεννούσε έναν θεό ικανό να εγκατασταθεί στις κορυφές του Ολύμπου. Όταν πατάει κανείς το χώμα και δεν αφουγκράζεται αυτόν τον πόθο, ατιμάζει τόσο τη γη που τον τρέφει όσο και τους ουρανούς που τον περιμένουν να σηκώσει το βλέμμα του ψηλά.

Δεν δικαιούμαστε, ειδικά σε τούτο τον τόπο, να είμαστε τόσο πεζοί. Μπορεί να κάνουμε λάθη προσπαθώντας να ανυψωθούμε. Μπορεί να παραδοθούμε για ένα διάστημα σε φαντασιώσεις. Είναι πάντα επικίνδυνες αυτές οι καταστάσεις. Πολύ χειρότερο όμως είναι να μην μπορεί μέσα μας να ακουστεί ποτέ μια νότα έξαρσης, κάποια στροφή από έναν διθύραμβο, οι πρώτες έστω λέξεις ενός εγκώμιου σε ό,τι υπάρχει γύρω μας που να μας θυμίζει ή να μας υπόσχεται το καλύτερο δυνατόν. Πάει πολύς καιρός από τότε που οι Έλληνες ένιωσαν την ανάγκη να υμνήσουν κάτι.

ΠΗΓΗ