Γι’ αυτούς που αγχώνονται και αγωνιούν ο Άγιος Παΐσιος έλεγε: «Η αγωνία στη γωνία…».

— Γέροντα, σκέφτομαι στο καινούργιο σπίτι που θα χτίσω, στον κάτω όροφο να κάνω δύο διαμερισματάκια για τους γονείς και τα πεθερικά μου. Είναι καλά έτσι;\

— Ναι, πολύ καλά!! Μπράβο που το σκέφτηκες. Είναι μεγάλη ευλογία από το Θεό να κοιτάει κανείς τους γονείς του.

Κι αν δεν σου φτάνουν τα λεφτά για το σπίτι θα βγάλω μια «απανταχούσα» και θα γυρίσω γύρω-γύρω το Άγιον Όρος για να σου φέρω. (Είχα λογισμό ότι δεν φτάνουν τα χρήματα, δεν είπα τίποτα, μόνος το κατάλαβε).

Σε επισκέπτη, αφού τελείωσε η συζήτηση τους. 
Τώρα να πηγαίνεις.
Θα πάω μέσα να πάρω… τηλέφωνο… 
(Ο Γέροντας δεν είχε τηλέφωνο. Ήθελε να προσευχηθεί).

Ο Γέροντας έδωσε δώρο ένα κομποσχοίνι σε κάποιον προσκυνητή λέγοντας:
Είναι το τηλέφωνο σου. Όταν είναι ανάγκη θα παίρνεις τηλέφωνο με αυτό!

Προ της δύσεως του ηλίου ο Όσιος φρόντιζε να έχουν φύγει όλοι οι επισκέπτες. Έλεγε: «Άντε τώρα, να πηγαίνετε, να κάνω και εγώ κανένα κομποσχοίνι». Μία φορά, ενώ είχε αρχίσει να βραδιάζει, ήταν ακόμη στην αυλή καμμιά σαρανταριά άνθρωποι και έρχονται και άλλοι. Ανάμεσά τους ήταν κάποιος που επέμενε να του μιλήσει. «Βρε παιδί, δεν μπορώ. Άδειασαν οι μπαταρίες», του έλεγε ο Γέροντας με σβησμένη, πονεμένη φωνή. «Δεν γίνεται, Πάτερ, πρέπει να σας δω», έλεγε εκείνος. «Άντε, καλά. Πάμε εδώ να δω τον έναν, πάμε εκεί να δω τον άλλον, πάμε πιο εκεί να δω και εσένα, και μετά να παώ μέσα να δω και εμένα!».

Κοντά στην καλύβα του Γέροντα κάτι κοκκίνιζε κάτω από ένα θάμνο. Ένας προσκυνητής ρώτησε με περιέργεια τι είναι αυτό γέροντα; Αυτό; Είναι το «ψυγείο» μου! (Ήταν καλοκαίρι και είχε βάλει εκεί τις ντομάτες για να είναι δροσερές!)…

ΠΗΓΗ