Ό ρασοφόρος Βασίλειος Ίλλίε άπό τό μοναστήρι Συχάστρια (1902-1931) – Ένα Θαυμαστό περιστατικό από τον βίο του.

~ Ό ρασοφόρος Βασίλειος ήταν άπό μικρός βοσκός προβά­των. Πρίν νά έλθη στήν Συχάστρια, άσκήθηκε ένα διάστημα στήν σκήτη Κοζάντσεα τής έπαρχίας Μποντοσάνη.

Έκεΐ εΐχε τό ϊδιο διακόνημα. Καί γιά τήν ενάρετη ζωή του ό πονηρός έχθρός τοϋ προξε­νούσε πολλούς πειρασμούς. «Ενα βράδυ, όταν διάβαζε τό ψαλτήρι, τοϋ έμφανίσθηκε ό διάβολος μέ τήν μορφή ένός πουλιού, τό όποιο έμπήκε μέσα στήν φωτιά, έσκόρπισε τά άναμμένα κάρβουνα μέ άποτέλεσμα νά άνάψουν φωτιά τό ποιμνιοστάσιο καί τά πρόβατα. «Αλλοτε έφόβιζε τό κοπάδι του, έπήγαινε στά σκυλιά καί τά σκότω­νε. Καί όλα αύτά έπειδή δέν μπορούσε νά ύπομείνη τήν φλόγα τής προσευχής του. «Ομως ό νέος στρατιώτης τοΰ Χριστοϋ δέν τρόμαζε άπό τίς παγίδες τοϋ διαβόλου καί ούδέποτε άφηνε τήν σκέψι του νά διασκορπίζεται κατά τήν ώρα τής προσευχής του.

«Οταν ήλθε ό ρασοφόρος Βασίλειος στό μοναστήρι Συχά­στρια μέ τούς άδελφούς του Γεώργιο καί Κων/νο, δοκιμάσθηκαν ά­πό τόν ήγούμενο μέ μιά συγκεκριμένη άσκησι. Διατάχθηκαν έπί τρεις ήμέρας νά παραμείνουν στήν πόρτα τοΰ μοναστηριοΰ μέ νη­στεία καί προσευχή, γιά νά δοκιμασθή ή δύναμις τής πίστεώς των. «Ολη τήν ήμέρα κτυπούσαν μέ τό ραβδί τόν κορμό ένός δένδρου καί δέν μιλούσαν μέ κανένα. Τό βράδυ έρχονταν ό οικονόμος καί τούς ρωτούσε:

—Πέστε μου, άδελφοί, σάς είπε τίποτε τό δένδρο;

—»Οχι, άπαντοϋσαν αύτοί.

—Δέν πεινάει τό δένδρο;

—»Οχι, έλεγαν οί άδελφοί.

—Νά, έτσι πρέπει νά ύπομένη ό μοναχός στό μοναστήρι!

Κατόπιν άνεχώρησε χωρίς νά τούς δώση νά φάνε. Τό ίδιο έγινε καί τό έπόμενο βράδυ.

Τήν ήμέρα ήλθε πάλι ό οικονόμος, πήρε τούς τρεις άδελφούς καί τούς έφερε στήν Έκκλησία. ‘Αφού προσκύνησαν, ό ήγούμενος τούς εύλόγησε, τούς έξομολόγησε γιά όσα άμαρτήματα είχαν άπό τήν παιδική των ήλικία, τούς έδωσε φαγητό στήν τράπεζα καί τήν δεύτερη ήμέρα τούς άξίίοσε τού Σώματος καί τοϋ Αίματος τοϋ Κυ­ρίου. Κατόπιν τούς έδωσε κελλιά καί τό άνάλογο διακόνημα.

Έπί τρία χρόνια, ό ρασοφόρος Βασίλειος έζησε στόν σταύλο τοϋ μοναστηριού. Ήταν πράος καί γεμάτος άπό τόση άγάπη, ώστε άγαποϋσε όλους, μέχρι καί τά πρόβατα, τούς σκύλους καί τά που­λιά τοΰ ούρανοϋ. Παράλληλα ή άσκησίς του ήταν ή έξής: Κάθε ήμέ­ρα έτρωγε μόνο μιά φορά, τό άπόγευμα στίς 3 μ.μ. Έγνώριζε τό ψαλτήρι καί τίς ώδές άπέξω, τά όποΐα έλεγε καθημερινά πηγαίνον­τας στά πρόβατα καί χωρίς σκοΰφο στό κεφάλι. Τήν νύκτα έκανε 500 μετάνοιες καί διάβαζε τούς βίους τών άγίων, μέ τή σκέψι πάντο­τε στήν Κρίσι τοΰ Κυρίου.

Μιά άλλη άσκησι αύτοΰ τοϋ μοναχού πού άγαποϋσε τόν Χρι­στό ήταν ή φροντίδα γιά τούς ήσυχαστάς τοΰ δάσους. Τότε άσκήτευαν γύρω άπό τό μοναστήρι τής Συχαστρίας καί τήν σκήτη τής Σύχλας περίπου 30 μοναχοί έρημίται καί μοναχαί. Ό άδελφός Βασί­λειος ήταν ό φίλος τών έρημιτών. «Οταν συναντούσε κανέναν στά βουνά ή στά δάση, χωρίς άκόμη νά τόν γνωρίζη, τοΰ έβαζε μετάνοια καί τοΰ έλεγε:

—Εύλόγησον πάτερ, καί προσεύχου γιά έμένα τόν άμαρτωλό. «Εχετε καμμιά άνάγκη τροφής άπό τήν στάνη; Έάν ό έρημίτης δε­χόταν, ό άδελφός Βασίλειος τοϋ έφερνε τήν δεύτερη ήμερα τυρί, πα­τάτες, λαχανικά, άλάτι καί άλεύρι. Καί είχε αρκετούς ήσυχαστάς, τούς όποιους έγνώριζε καί τούς έπισκεπτόταν στά κελλιά των.

Κάποτε έρώτησε έναν ήσυχαστή:

—Πάτερ, τί νά κάνω γιά νά σωθώ;

—Αδελφέ, είπε ό γέροντας, προσευχήσου πάντοτε, κάνε ύπα­κοή μέ άγάπη καί νά έχης ταπείνωσι. Έάν φυλάξης αύτά τά τρία, έξάπαντος θά σωθής.

Τό φθινόπωρο τοΰ έτους 1930 ό ρασοφόρος Βασίλειος έβοσκε τά πρόβατα μαζί μέ τόν άδελφό του Κωνσταντίνο στά βουνά τής Σύ­χλας. Έκείνη τήν ώρα πέρασε άπό έκεΐ ένας άγιος θαυμαστός έρη- μίτης, ό άρχιερεύς Ιωάννης μέ τόν διάκο του. Άφοΰ εΰλόγησε καί τούς δύο ό έπίσκοπος, όντας προορατικός, είπε πρός τόν μεγαλύτε­ρο νέο:

—Αδελφέ Κωνσταντίνε, πές τοΰ άδελφοΰ Βασιλείου νά προε­τοιμάζεται νά πηγαίνη εμπρός, διότι έχει νά διανύση ένα μακρύ δρό­μο.

Οί άδελφοί κατάλαβαν τά λόγια αύτοΰ τοΰ άγίου ήσυχαστοΰ. «Εξι μήνες άργότερα ό άδελφός Βασίλειος έξεδήμησε πρός Κύριον, γιά τήν αιώνια καί παντοτεινή μακαριότητα.

Τήν άνοιξι τοΰ έτους 1931 αύτός ό ταπεινός ύποτακτικός άρ­ρώστησε καί μεταφέρθηκε στό μοναστήρι. «Οταν κάποτε προσευ­χόταν μπροστά στήν έκκλησία, είδε μιά φοβερή όπτασία. Άπό τόν φόβο του άρχισε νά φωνάζη μέ δυνατή φωνή:

—Ύπεραγία Θεοτόκε, έλέησόν με. Ένώ πρός τούς πατέρας πού συγκεντρώθηκαν κοντά του τούς είπε:

—Προσκυνάτε, πατέρες, προσκυνάτε. Νά, ήλθε ή Δέσποινά μας. Ή Μητέρα τοΰ Κυρίου μέ τόν Σωτήρα στήν άγκαλιά της είναι μπροστά μας. Νά την, στέκεται άπό πάνω μας.

—Αδελφέ Βασίλειε, τί φωνάζης έτσι δυνατά; Τόν έρώτησαν οί πατέρες.

—Πατέρες, όταν προσευχόμουν μπροστά στήν έκκλησία, ξαφ­νικά παρουσιάσθηκε ένα πλήθος άπό πάρα πολύ φοβερούς δαίμο­νας μέ φλογερά ραβδιά στά χέρια, πού άρχισαν νά μέ δαγκώνουν ά­γρια καί νά φωνάζουν:

—Μάταια προσεύχεσαι, διότι δέν θά σωθής. Έσύ είσαι δικός μας, διότι είσαι άμαρτωλός.

—Τότε άρχισα νά φωνάζω μέ έλπίδα πρός τήν Θεοτόκο. Έκεί­νη τήν στιγμή κατέβηκε άπό τόν ούρανό ένα λευκό σύννεφο γεμάτο άπό φως καί στάθηκε πάνω άπό τήν έκκλησία. Μέσα στό σύννεφο είδα τήν Θεομήτορα μέ τόν Ίησοΰ στήν άγκαλιά της, πού μοΰ έλεγε τά έξής:

—Μή φοβάσαι, διότι μετά άπό τρεις ήμέρες έρχεσαι μαζί μας. Κατόπιν μάς εύλόγησε όλους ό Σωτήρ καί έπέστρεψε μέ τήν Μητέ­ρα Του στόν ούρανό.

—Πατέρες, μεγάλη δύναμι καί παρρησία έχει ή Θεομήτωρ ένώ­πιον τοΰ Σωτήρος ήμών Ίησοΰ Χριστού καί πάρα πολύ έπακούει στίς προσευχές μας.

—Αδελφέ Βασίλειε, είπε ό ήγούμενος, μή σέ έξαπατά ό έχθρός.

Απόστρεψε τόν νοϋ σου άπ’ αύτά καί πρόσεχε πολύ, διότι πολλές είναι οί παγίδες του.

Μετά είπε στούς άλλους:

—»Αν μετά άπό τρεις ήμέρες ό άδελφός Βασίλειος άναχωρήση άπό έμάς, τότε πράγματι τοϋ τό έφανέρωσε ή Θεοτόκος. Έάν όχι, τότε πλανήθηκε άπό τόν διάβολο.

Μετά άπό τρεις άκριβώς ήμέρες, τήν ίδια ώρα, ό άδελφός Βασί­λειος Ίλλίε έκοιμήθη έν Κυρίω μέ τήν προσευχή στά χείλη.

Ποιός ξέρει πόσοι έρημίται προσεύχονται αύτή τήν στιγμή γιά τήν άνάπαυσι τής ψυχής του.

από το βιβλίο: «ΡΟΥΜΑΝΙΚΟ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ» – Μετάφρασις – Επιμέλεια: Μον. Δαμασκηνός Γρηγοριάτης, 1984 – «Εκδοσις: «Όρθόδοξος Κυψέλη»