Αποτέλεσμα εικόνας για μεταμορφωση του σωτηροσ

ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ ΣΤΗΝ ΘΕΙΑ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ (6 Αυγούστου)

~ Αγαπητοί μου Χριστιανοί,

Γνωρίζοντας ὁ Σωτήρ μας ὅτι ὁ ἄνθρωπος πάντοτε κλονίζεται ψυχικά στόν καιρό τῆς δοκιμασίας του, ἠθέλησε πρίν ἀπό τό ἑκούσιο Πάθος Του νά ἐνδυναμώση τούς μαθητές Του ἀποδεικνύοντάς τους, μέσῳ ἑνός μυστικοῦ θαύματος, ὅτι Αὐτός εἶναι πράγματι ὁ Μεσσίας, πού προαναγγέλθηκε ἀπό τούς Προφῆτες.

‘Αφήνοντας τήν ὁμάδα τῶν μαθητῶν Του στούς πρόποδες ἑνός μικροῦ βουνοῦ τῆς Γαλιλλαίας, πού ἐκαλεῖτο Θαβώρ, ἐπῆρε μαζί Του μόνο τρεῖς, τόν Πέτρο, τόν ‘Ιάκωβο καί τόν ‘Ιωάννη, τόν ἀδελφό του καί ἀνεβαίνοντας ψηλά στό ὄρος, ἐστάθησαν καί προσηύχοντο, (Λουκ.9,29). Ξαφνικά ἔλαμψε τό Πρόσωπό Του σάν τόν ἥλιο, ἐνῶ τά ἱμάτιά Του ἔγιναν λευκά σάν τό φῶς. Πόσο ἀναγκαία εἶναι ἡ προσευχή τήν ὁποία ὁ ῎Ιδιος ὁ Χριστός ὑπεραγαποῦσε! Καί πόσο μεγάλα εἶναι τά θαύματά Του! Αὐτή ἐνδύει τήν ψυχή μέ τήν φλόγα τοῦ πυρός, γεμίζει τήν καρδιά μέ τόν ἄνθρακα τῆς ἀγάπης, στολίζει τά μάτια μέ τά μαργαριτάρια τῶν δακρύων, ἐνῶ μπροστά τά σκεπάζει μέ τό πέπλο τοῦ φωτός!

Τήν ἴδια στιγμή παρουσιάσθηκαν ὁ Μωϋσῆς καί ὁ ‘Ηλίας, οἱ ὁποῖοι συνωμιλοῦσαν μέ τόν ‘Ιησοῦ γιά τά ἑκούσια Πάθη Του. ‘Ο Μωϋσῆς μέ τήν πραότητα καί τήν ἀποστολική του χάρι ἀντικρύζει τόν ῎Ιδιο τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ, ὁ ‘Οποῖος ἦλθε νά μᾶς λυτρώση ἀπό τήν αἰχμαλωσία τῆς ἁμαρτίας, ἐνῶ ὁ ‘Ηλίας, μέ τόν ζῆλο του ἀπεικονίζει τόν ‘Ιωάννη τόν Βαπτιστή, ὁ ὁποῖος ἦλθε <ἐν πνεύματι καί δυνάμει ‘Ηλιοῦ>.

Γεμᾶτος ἀπό ἀπερίγραπτη χαρά ὁ Πέτρος ἐπεθύμησε νά μείνη ἐκεῖ γιά πάντα, μέσα στό φῶς τῆς Θεότητος, ἐξ αἰτίας τοῦ ὁποίου εἶπε αὐτά τά λόγια: <Κύριε, καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναιὅ (Ματθ.17,4). ‘Αλλά ὁ ‘Ιησοῦς δέν ἔδωσε ἀπάντησι στήν ἐπιθυμία του. Καί τήν ἴδια στιγμή ἕνα φωτεινό σύννεφο τούς ἐσκέπασε ὅλους καί μέσα ἀπό τό σύννεφο ἀκούσθηκε ἡ φωνή τοῦ Πατρός: <Οὗτος ἐστιν ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ὧ εὐδόκησα· αὐτοῦ ἀκούετε> (Ματθ.17,5>. Σάν νά τούς ἔλεγε: Σᾶς ἔδωσα ὅ,τι πολυτιμώτερο, καί καλλίτερο εἶχα, τόν Μονογενῆ μου Υἱό, κατά τό μέτρο μέ τό ὁποῖο σᾶς ἀγάπησα, μόνο ἐσεῖς νά Τόν ὑπακούετε καί νά Τόν ἀκολουθῆτε.

‘Από τόν φόβο τους οἱ Μαθητές ἔπεσαν στό ἔδαφος· ἀλλά πλησιάζοντάς τους ὁ ‘Ιησοῦς, τούς ἐνεψύχωσε λέγοντας: <‘Εγέρθητε καί μή φοβῆσθε>. Θά ἰδῆτε ἀγγέλους καί δαίμονες, βασιλεῖς καί ἁγίους, θά ἰδῆτε τήν δόξα τοῦ Θεοῦ καί θά σταθῆτε σέ θρόνους νά κρίνετε ὁλόκληρο τόν κόσμο. Γιατί λοιπόν φοβεῖσθε; Σηκωθῆτε, διότι νά, πρέπει νά κατέβουμε κάτω, ὅπου μᾶς περιμένουν οἱ λαοί ὅλου τοῦ κόσμου. Καί, ὅταν κατέβηκαν ἀπό τό ὄρος Θαβώρ, ὁ ‘Ιησοῦς τούς εἶπε νά μήν εἰποῦν σέ κανένα τό μυστήριο αὐτό, ἕως ὅτου ἀναστηθῆ ἐκ νεκρῶν.

‘Αγαπητοί Χριστιανοί,

‘Επειδή μεγάλο εἶναι τό φῶς αὐτῆς τῆς ἁγίας ‘Εορτῆς, πρέπει λοιπόν καί ἐμεῖς οἱ πιστοί νά ἀνέλθουμε μέ βία τῆς θελήσεώς μας στό ὄρος τοῦ Κυρίου, μαζί μέ τόν Πέτρο, τόν ‘Ιάκωβο καί τόν ‘Ιωάννη, γιά νά ἰδοῦμε ἀπό ἐκεῖ τήν δόξα τῆς μεταμορφώσεώς Του, δόξαν τοῦ Μονογενοῦς ἐκ τοῦ Πατρός. ‘Ελᾶτε νά ἰδοῦμε πῶς ἐνεδύθη τό στολίδι τοῦ φωτός, Αὐτός πού περιβάλλει τόν οὐρανό μέ νεφέλες καί περιτυλίγει τόν αἰθέρα μέ τίς ἀκτῖνες τοῦ φωτός. ‘Ελᾶτε μέ ζῆλο στό Θαβώρ νά ἰδοῦμε πῶς στολίσθηκε, ὡσάν ἕνας Βασιλεύς, ὁ Νυμφίος τῆς ‘Εκκλησίας, ὁ Υἱός τῆς Παρθένου, ὁ Φίλος τῶν ἁλιέων, ὁ ‘Ιατρός τῶν ἀσθενῶν, Αὐτός πού ἐνδύει τήν γῆ μέ τό πράσινο καί τά κρῖνα μέ τά πέταλά τους, Αὐτός πού προσκαλεῖ τούς ταπεινούς καί περιφρονεῖ τούς ὑπερηφάνους, Αὐτός πού ἐπιτιμᾶ καί πάλι παρηγορεῖ, Αὐτός πού νεκρώνει καί ζωοποιεῖ.

‘Ελᾶτε νά ἰδοῦμε πῶς μεταμορφώθηκε τό Πρόσωπο Αὐτοῦ πού ἦλθε νά μεταμορφώση τό πρόσωπο τοῦ κόσμου καί ἔτσι νά γευθοῦμε καί ἐμεῖς ἀπό τό φῶς τῆς δόξης Του.

῎Ας ἀφήσουμε λοιπόν κάθε κοσμική φροντίδα καί μέ πολλή χαρά ἄς ἀνέβουμε στό Θαβώρ. ῎Ας ἀνέβουμε στόν Χριστό μέ τήν προσευχή καί τήν νηστεία κι ἄς μή μείνουμε κάτω μέ τήν ὀκνηρία καί τήν πολυφαγία. ῎Ας ἀνέβουμε στήν Πηγή τῆς ἀγάπης μέ τήν ἀγάπη, κι ἄς μή ἀπομακρυνθοῦμε ἀπ’ Αὐτόν μέ τό μῖσος καί τήν ζηλοφθονία. ῎Ας ὑψωθοῦμε πρός Αὐτόν μέ τό βάθος τῆς ταπεινώσεως καί τῶν καλῶν ἔργων, κι ἄς μή κατέβουμε στόν ἅδη μέ τήν ὑπερηφάνεια καί κάθε εἶδος ἁμαρτίας.

‘Εκεῖ στό Θαβώρ θά συναντηθοῦμε μέ τόν Χριστό, ἐκεῖ θά γευθοῦμε τήν δόξα τῆς βασιλείας Του· ἐκεῖ θά θερμανθοῦν οἱ καρδιές μας ἀπό τόν ἄνθρακα τῆς Θεότητος. ‘Εκεῖ θά ἐνδύσουμε τίς ψυχές μας μέ τό ἔνδυμα τοῦ φωτός ἀπομακρύνοντας ἔτσι τήν ἁμαρτία. ‘Εκεῖ, ἀπό τόν θόρυβο τοῦ κόσμου, στήν σιωπή τοῦ ὄρους τοῦ ἁγίου, θά αἰσθανθοῦμε πλησιέστερα στόν οὐρανό, θά νοιώσουμε περισσότερο ὅτι εἴμεθα ἀδελφοί, ὅτι εἴμεθα θνητοί καί ἔτσι θά γνωρισθοῦμε καί θ’ ἀγαπηθοῦμε περισσότερο.

‘Ελᾶτε λοιπόν, καλοί μου Χριστιανοί, νά συναντηθοῦμε μέ τόν Χριστό, νά ἑορτάσουμε, νά εὐφρανθοῦμε καί μέ τά πιό σπουδαῖα λόγια νά Τόν δοξάσουμε. Διότι σήμερα ὁ ταπεινός ‘Ιησοῦς, ὁ χλευαζόμενος ἀπό τούς ‘Ιουδαίους καί μισούμενος ἀπό τούς γραμματεῖς, θαυματουργός καί θεοφόρος ἀναδεικνύεται. Αὐτός πού δέν εἶχε ποῦ νά κλείνη τήν κεφαλήν Του ἐπί τῆς γῆς, σήμερα ἀγαπητός Υἱός τοῦ Πατρός ὀνομάζεται. Αὐτός πού ἐξεδιώχθηκε ἀπό τούς συμπατριῶτες του καί ἀπό τόν ναό, σήμερα Δεσπότης τοῦ οὐρανοῦ ἐνώπιόν μας ἀποδεικνύεται. Αὐτός πού δέν εἶχε ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους οὔτε χρήματα στήν ζώνη, οὔτε δύο ἐπανωφόρια, οὔτε τόπο ἀναπαύσεώς του, σήμερα ἐνδύεται μέ φῶς, μέ φωτεινά ἱμάτια στολίζεται καί ὅλη τήν δημιουργία μέ ἀπερίγραπτη τρέφει χαρά. Αὐτός πού ἦλθε νά ὑπηρετήση τόν κόσμο, σήμερα ὑπηρετεῖται ἀπό τούς ἀγγέλους, ἀπό τούς ἁγίους τιμᾶται, ἀπό τό φῶς περιλάμπεται, ἀπό τήν φωτεινή νεφέλη ἐπισκιάζεται. ῎Ω, πόσο μεγάλα εἶναι τά μυστήρια τοῦ Θεοῦ!

Σήμερα ὁ οὐρανός μέ τήν γῆ στό Θαβώρ συναντῶνται, οἱ ἄγγελοι καί οἱ ἅγιοι μαζί μέ τούς ἀνθρώπους παρατηροῦν τόν Κτίστη μέ τήν κτίσι στό ἴδιο φῶς νά περιβάλλωνται. Σήμερα ὁ θνητός ὀφθαλμός μέ τήν θεία φωτιά ἐξοικειώνεται καί ἀπ’αὐτήν δέν καίγεται. Σήμερα οἱ φωνές τῶν ἄνω καί τῶν κάτω μονομιᾶς ἀκούγονται καί δέν χαλοῦν τοῦ ἀνθρώπου τήν ἀκοή. Σήμερα ὁ Σωτήρ τοῦ κόσμου χάριν ἡμῶν μεταμορφώνεται. Σήμερα τό Θαβώρ ἀπό φῶς καταυγάζεται, ἐνῶ ὁ κόσμος μακαρίως ὑπνεῖ. ‘Ο Χριστιανικός κόσμος εὐθυμεῖ, ἐνῶ ἡ κακία παραμονεύει δίπλα στό κράσπεδο. ‘Η ‘Εκκλησία δέχεται τό Φῶς ἐκ τοῦ Φωτός, ἐνῶ τά στόματα τοῦ ἅδου μέ ὀδύνη στενάζουν. Σήμερα τό Θαβώρ καί ‘Ερμών ἐν ὀνόματι τοῦ Κυρίου χαίρονται, καθώς τό γράφει καί ὁ Ψαλμωδός Δαβίδ: <Θαβώρ καί ‘Ερμών ἐν τῶ ὀνόματί σου ἀγαλλιάσονται> (Ψαλμ.88,13). Σήμερα ὁ Μωϋσῆς τίς πλάκες τοῦ νόμου ἐνώπιον τοῦ Νομοδότου προσκομίζει, ἐνῶ ὁ ‘Ηλίας, ὁ ζηλωτής τοῦ νόμου, ἀπό περισσότερο πόθο κυριεύεται. Καί βλέποντας αὐτά ὁ Πέτρος ἐκπλήττεται καί ὁ ‘Ιάκωβος σιωπᾶ, ἐνῶ ὁ ‘Ιωάννης στέκεται ἐξ ὁλοκλήρου ἐκστατικός. ‘Αλλά πόσο βαθειά καί ἀκατάληπτα εἶναι τά μυστήρια τοῦ Θεοῦ!

Διότι ὁ Πατήρ μέ τό σύννεφο ἐπισκιάζει τό ὄρος, πρός τόν Υἱό κατέρχεται καί μ’ Αὐτόν ὁμιλεῖ. Σήμερα ὁ Πατήρ μέ τά ἀνυπάκουα παιδιά Του γιά τήν ὑπακοή τούς ὁμιλεῖ. Σήμερα ὁ Δεσπότης μέ ἀνθρώπινη φωνή ὁμιλεῖ στούς δούλους Του: <<Οὗτος ἐστιν ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ὧ εὐδόκησα· αὐτοῦ ἀκούετε> (Ματθ.17,5>. Καί ὁ Πέτρος ἀκούει, κυριεύεται ἀπό πόθο καί τολμώντας πρός τόν Δεσπότη ἀπήγγειλε τοῦτα τά λόγια: <Κύριε, καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι. εἰ θέλεις ποιήσωμεν ὧδε τρεῖς σκηνάς, σοί μίαν καί Μωσῆ μίαν καί μίαν ‘Ηλίᾳὅ> (Ματθ.17,4). <Μεῖνε μαζί μας στό ὄρος γιά νά μή ὑποφέρουμε στόν κόσμο ἀπό τό κρῦο καί τήν πεῖνα· νά μή τραυματίζωνται τά πόδια μας στίς πέτρες, νά μή μᾶς μισοῦν πλέον οἱ γραμματεῖς καί μᾶς καταδιώκουν μέ σκληρότητα οἱ ‘Ιουδαῖοι. Εἶναι καλλίτερα νά εἴμεθα ἐδῶ παρά στήν ‘Ιερουσαλήμὅ> ῎Ηθελε ὁ Πέτρος νά μείνη στούς αἰῶνες μέσα σ’ αὐτό τό φῶς τῆς θεότητος τοῦ Χριστοῦ.

‘Αλλά <῏Ω βάθος πλούτου καί σοφίας καί γνώσεως Θεοῦ!ὅ Τίς γάρ ἔγνω νοῦν Κυρίου; ἤ τίς σύμβουλος αὐτοῦ ἐγένετο; (Ρωμ. 11,33-34). ‘Ο Κύριος διέχυσε ἐπί τοῦ ὄρους μέσα στήν καρδιά τῶν μαθητῶν Του μία σταγόνα χαρᾶς μπροστά στήν ἀπέραντη θλίψι τους. ῎Αναψε στίς ψυχές τους τό καντήλι τῆς ἐλπίδος μπροστά σέ μιά κοιλάδα σκότους. Τούς ἔδωσε τήν δυνατότητα νά γευθοῦν τό οὐράνιο φῶς, γιά νά μή ἀπελπισθοῦν στόν καιρό τοῦ ἑκουσίου Πάθους καί τῆς Σταυρώσεώς Του.

Μή χαίρεσαι λοιπόν, ‘Απόστολε Πέτρε, πρίν νά ὑποφέρης καί νά μᾶς μεταφέρης τό Εὐαγγέλιο τῆς σωτηρίας. ‘Εάν θά παραμείνης μέ τόν Κύριο στό Θαβώρ, τότε ποιός θά σωθῆ, ποιός θά διδάξη, ποιός θά σταυρωθῆ γιά ἐμᾶς; Ποιός θά ἀποθάνη καί ποιός θά ἀναστηθῆ γιά ἐμᾶς; ῎Η ποιός στήν θέσι σου μέ τέτοια τόλμη θά διδάξη, θά ταλαιπωρηθῆ καί μέ τό κεφάλι πρός τά κάτω θά σταυρωθῆ; Ποιός θά ὁμολογήση τόν Χριστό ἐνώπιον τῶν καισάρων τῆς Ρώμης;

῞Ελα πάλι μαζί μας, ‘Ιησοῦ καί μήν ἀκοῦς τόν Πέτρο. Κατέβα ἀπό τό Θαβώρ καί ἔλα στά σπίτια μας, στίς ψυχές μας. ῎Ελα ἐδῶ, ὅπου ὑποφέρουμε καί μοχθοῦμε γιά τόν ἐπιούσιο ἄρτο. Καί ἄν ὁ Πέτρος δέν θέλη νά κατέβη, ἄφησέ τον στό βουνό καί ἔλα ‘Εσύ σ’ ἐμᾶς, στίς καρδιές μας.

Δίδαξέ μας πῶς νά σωθοῦμε, δεῖξε μας πῶς νά ὑπομένουμε. Διευκόλυνέ μας νά σηκώσουμε τόν σταυρό τῆς ζωῆς μας. Δίδαξέ μας πῶς νά σταυρωθοῦμε. ῎Ελα καί ὑπόφερε ‘Εσύ ἀντί γιά ἐμᾶς, σταυρώσου ‘Εσύ στήν θέσι μας, δοκίμασε πρῶτα ‘Εσύ τό ποτήριο τοῦ θανάτου, δεῖξε μας τήν νέα ὁδό τῆς σωτηρίας μέσῳ τοῦ πόνου.

*Ω, πῶς δέν ἐπιθυμοῦμε νά μείνουμε μέ τόν Πέτρο στό ὄρος Θαβώρ! ‘Αλλά ἐμεῖς φέρουμε σώματα πού προσβάλλονται ἀπό ἀρρώστειες, ἀπό κακές ἐπιθυμίες καί πάθη. Στίς καρδιές μας ἀκόμη εἶναι ἀναμμένο τό μῖσος γιά τούς ἄλλους. Στά σπίτια μας περιμένουν τά παιδιά μας νά τούς δώσουμε ψωμίὅ!

*Ω, πῶς ἠμποροῦμε νά εὐφρανθοῦμε μέ τόν Πέτρο ἐκεῖ στό ὄρος Θαβώρ! ‘Εφ’ὅσον εἴμεθα περικυκλωμένοι ἀπό τήν σκυθρωπότητα καί σκοτεινιά τῆς ἁμαρτίας. ‘Οπότε, μή μᾶς ἐγκαταλείπης, ‘Ιησοῦ, ἀλλά ἔλα σ’ ἐμᾶς σέ ὥρα σκοτοδύνης, στήν ἄκρη τοῦ βουνοῦ. ‘Εδῶ Σέ περιμένουμε μέ τούς ἄλλους Μαθητάς, τόν Θωμᾶ καί ‘Ανδρέα, τόν ‘Ιάκωβο καί Ματθαῖο, τόν ‘Ιούδα καί Βαρθολομαῖο, τό Σίμωνα καί Θαδδαῖο. Πεινασμένοι καί νηστικοί, ξένοι καί ὀρφανοί, παιδιά καί γέροι, χῆρες καί πτωχοί, ἀσθενεῖς καί πονεμένοι, ὅλοι ‘Εσέ ἐπιθυμοῦμε, Σέ περιμένουμε· ἔλα νά ἐνδυθῆς ἐμᾶς. Κατέβα χαμηλότερα, στήν ἄκρη τῆς θαλάσσης, ἐκεῖ ὅπου κτυπιέται ἡ ζωή στά κύματα, ἐκεῖ ὅπου συντρίβονται τά καράβια στούς βράχους καί τά πανιά ξεσχίζονται, τά κουπιά σπάζουν καί οἱ ψυχές μας πνίγονται ἀπό τήν φοβερά ἐξόρμησι τῶν μεγάλων κυμάτων. ‘Εμεῖς ξέρουμε ὅτι τό ὄρος μέ τήν ἡσυχία καί τήν μοναξιά του Σέ καλεῖ στήν προσευχή, ἀλλά ταυτόχρονα, κύτταξε μέ τό ἄπειρο ἔλεός Σου καί τήν θάλασσα. ‘Εκεῖ στήν ἄκρη τοῦ ὁρίζοντος ὑψώνονται θεόρατα τά κύματα, δέσε τά κύματα μ’ αὐτό τό σχοινίὅ Διότι αὐτός εἶναι ὁ κόσμος. Καί τό καράβι μάχεται μέσα στά κύματα, μέσα στήν θάλασσα μέ τόν ἄνεμο, ἡμέρα καί νύκτα. Καί αὐτός εἶναι ὁ ἄνθρωπος.

‘Οπότε, ἔλα ἐκεῖ στό μέσον τῆς θαλάσσης, στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, στό μέσον τῆς οἰκογενείας μας. ‘Εκεῖ, ὅπου ἀναμειγνύεται τό φῶς μέ τό σκότος, ἡ ζωή μέ τόν θάνατο, ἡ χαρά μέ τόν στεναγμό, τό ψωμί μέ τήν λάσπη, ἡ δικαιοσύνη μέ τήν ἀπάτη, τό μέλι μέ τό δηλητήριο, ἡ ἀγάπη μέ τό μῖσος, τό κρασί μέ τό ξύδι, ὁ χρόνος μέ τήν αἰωνιότητα. ῎Ελα ἐδῶ, ὅπου ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι ὑποφέρουμε, φόρεσε τήν δική μας στολή, ἄλλαξε τό πρόσωπο τοῦ κόσμου, γαλήνεψε τήν θάλασσα, εἰρήνευσε τίς καρδιές μας, ἕνωσε σέ μία ἐπιθυμία τίς ψυχές μας.

…Αὐτά μᾶς λέγει ὁ Σωτήρ μας ‘Ιησοῦς Χριστός. ῎Ας δώσουμε λοιπόν προσοχή στά λόγια Του. ῎Ας τρέξουμε στήν ἁγία ἐκκλησία, ἔστω καί λίγο ἀκόμη χρόνο. ῎Ας προσευχηθοῦμε ἐκεῖ μέ ὅλη τήν πίστι καί τήν ἀγάπη τῆς καρδιᾶς μας. ῎Ας ἀλλάξουμε τό ἔνδυμα τῆς ψυχῆς μας μέ τήν καθαρή ἐξομολόγησι, τά ῞Αγια Μυστήρια καί πολύ περισσότερο μέ τήν ἐλεημοσύνη καί τήν ἀγάπη. ‘Εάν θά ζήσουμε ἔτσι, θά ἠμποροῦμε νά νικήσουμε ὅλες τίς ἀντιξοότητες τῆς ζωῆς, ὅλους τούς σωματικούς πειρασμούς καί ὅλους τούς ψιθυρισμούς τοῦ διαβόλου. Τότε ἡ προσευχή μας θά εἶναι εὐπρόσδεκτη στόν Θεό, ἡ ζωή μας εἰρηνική, τό τέλος μας φωτεινό. Καί ἐρχόμενοι στήν ἐκκλησία, ἄς μήν ἐπιστρέφουμε ἄδειοι, διότι τό δῶρο ἀναπαύεται στήν καλύβα τῆς ψυχῆς μας καί τότε θά ἠμποροῦμε νά ποῦμε γεμᾶτοι ἀπό χαρά μαζί μέ τόν Πέτρο: <Κύριε, καλόν ἐστιν ὧδε εἶναι> (Ματθ. 17, 4).

ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΟΥ ΜΕΛΧΙΣΕΔΕΚ
ΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΠΟΥΤΝΑ
ΜΟΛΔΑΒΙΑΣ ΡΟΥΜΑΝΙΑΣ

Μετάφρασις – ἐπιμέλεια ‘Υπό ‘Αδελφῶν τῆς ‘Ιερᾶς Μονῆς ‘Οσίου Γρηγορίου  ‘Αγίου ῎Ορους
2001.