
Μεσημέριαζε. Η κυρα-Λαμπία με τη θυγατέρα της τη Βασίλω, μαζώνανε ελιές στον Αη-Νικόλα. Είχανε φύγει αμπονώρα από το χωριό.
Πήγανε πρώτα πέρα στους καλύβους, στρώσανε το γάιδαρο, πήρανε δύο σάκαινες και κινήσανε, σέρνοντας και τις δύο γίδες τους. Τον αφέντη τους, τον κυρ-Γιώργη τον είχανε χάσει εδώ και τρία χρόνια.
Είχε στοιχίσει και των δύο γυναικώνε ο χαμός του, μα περισσότερο της γυναικός του, της κυρα-Λαμπίας. Έχασε το νοικοκύρη της, την κολόνα του σπιτιού της.
Όμως ήτανε δυνατή γυναίκα. Ο πόνος δεν την έριξε κάτω. Κρατήθηκε καλά στα ποδάρια της αυτά τα χρόνια.Μπορεί να μη γνοιαζότανε τόσο για του λόου της, όμως γνοιαζότανε για το θηλυκό τους. Και «δόξα τω Θεώ» τα κατάφερναν κουτσά στραβά.
Ο μαρτιάτικος ήλιος έμπαινε γλυκά-γλυκά μέσα από τις πράσινες φυλλωσιές των ελιών και έφτανε μέχρι τα μαλλιά της νεαρής κοπέλας που της ξέφευγαν από την ποδιά του κεφαλιού της, δίνοντάς τους ένα χρυσαφένιο απαλό χρώμα.
Η μάνα της την κοίταζε κλεφτά. Η Βασίλω σκυμμένη, μάζωνε σβέλτα τις ελιές, γιομίζοντας τις χούφτες της και ρίχνοντάς τες με δύναμη στο σακούλι που κρέμονταν μπροστά της, αναστέναζε βαθιά.
Ήτανε όμορφη κοπέλα, με καλή κορμοστασιά, νόστιμο πρόσωπο και καστανά μαλλιά. Όλοι είχανε να πούνε στο χωριό για το πόσο τίμια, σεβαστικιά και υπάκουη ήτανε.
Και η μάνα της η κακομοίρα καμάρωνε. «Να ‘χε και καμιά καλή τύχη!», συλλογιζόταν. Κάθε μέρα παρακαλούσε γι’ αυτό την Παναγία.
– Μάνα! Η φωνή της κοπέλας την έβγαλε από τις σκέψεις. Θα πάμε το βράδυ στην εκκλησιά; Έχει τους χαιρετισμούς απόψε.
– Ναι, κοπέλα μου, αποκρίθηκε εκείνη, μαζώνοντας ένα μισοφούντι.
– Θυμήσου να κόψω και φλοέτες για το εικόνισμα της Παναγίας.
– Καλά, καλά.
– Μάνα, θέλω να σου πω και κάτι, είπε έξαφνα η νια.
Η κυρα-Λαμπία ένιωσε πολύ παράξενα με το ξάφνιασμα της κόρης της. Μια τσιντιά πέρασε από την καρδιά της, πηγαίνοντας ο νους της αμέσως στο κακό.
– Τι συμβαίνει Βασίλω μου; Γιατί αυτή η σκληράδα στο μούτρο σου; τη ρώτησε ασκώνοντας το μαζωμένο από τα χρόνια κουφάρι της.
– Μάνα από καιρό ήθελα να σου πω… Να σου πω… Να σου πω πως αγαπιόμαστε με το Σπύρο της Γιωργίας του Ταραχού.
Λίγες στιγμές περάσανε και συνέχισε:
– Τα ‘χουμε κουβεντιάσει. Μου ‘πε ότι τη Λαμπριά θα ‘ρθει στο σπίτι μας να με γυρέψει.
Η αλλαή στα μάτια της κυρα-Λαμπίας, από τρόμο σε χαρά, ήτανε φανερή. Σαν αστραπή πέρασε από το μυαλό της ο Σπύρος, η μάνα του, η οικογένειά του. Είχε ντέσει καλά η κοπέλα της και ήξερε ότι ο Σπύρος ήτανε καλό παλικάρι. Φαίνεται ότι οι προσευχές της έφτασαν στο Θεό.
Κοίταξε ξανά και ξανά την κοπέλα στα μάτια, σαν να μην ήθελε να πιστέψει στα λόγια της.
Η Βασίλω όμως της ξανάπε:
«Είναι αλήθεια μάνα, θα ‘ρθει τη Λαμπριά να με γυρέψει. Μου τ’ ορκίστηκε…»