~ Άλλοτε πάλιν κατά το μεσονύκτιον επαραπονέθη διά δυνατόν πονοκέφαλον.

– Θέλετε, άγιε Γέροντα, να σας φέρωμε κανένα χάπι να σας περάση ο πόνος;

– Ναι, θέλω να μου ψάλλετε το «Ο Άγγελος εβόα».

Και έτσι το παυσίπονόν του ήτο το μεγαλυνάριον της 9ης ωδής του Πάσχα.

Οι ύμνοι της Εκκλησίας ήσαν διά τον σεβαστόν μας Γέροντα τα καλύτερα φάρμακα της ασθενείας του.

Η ιερά ώρα της θείας κοινωνίας ήτο ιδιαιτέρως ευλογημένη.

Παρ’ όλην την σωματικήν εξάντλησιν ήτοιμάζετο από ώρες πριν και ήτο ικανός να περιμένη και μίαν ώραν εις την καρέκλαν διά να πάρη Χριστόν…

Εις την εμφάνισιν του Ιερέως εις την θύραν του κελλίου του εσήκωνε τα αδύναμα χέρια του και εφώνει εξ όλης ψυχής.

«Καλώς ήλθες, Θεέ μου. Καλώς ήλθες».

Μετελάμβανεν μόνος με τόσον ιερόν πόθον και κατάνυξιν ωσάν να ήτο η πρώτη κοινωνία της ζωής του.

Με τα την θείαν μετάληψιν επεσφράγιζε την ευχαριστίαν του με τας λέξεις:

– Σ’ ευχαριστώ, Θεέ μου. Σ’ ευχαριστώ…

Ο πόθος και η ζέσις της καρδίας του ήτο όλας τας φοράς που μετελάμβανε πάντοτε ο αυτός. Ηλλοιούτο κυριολεκτικώς, οσάκις εκοινώνει.

Δύο όμως από όλας τας φοράς η αλλοίωσις του προσώπου ήτο τοιαύτη που δεν ετόλμας να τον ατενίσης. Ήτο όλος φως ουρά νιον… Μετά την θείαν κοινωνίαν έλεγε με υψωμένας τας χείρας. Πάρε με. Θεέ μου! Πάρε με!

ΠΗΓΗ